κόννος — κόννος, ὁ (Α) 1. είδος μικρού κοσμήματος 2. γένι («τὸν κόννον καὶ τὴν κορυφαίαν ἀποκεκομηκώς», Λουκιαν.) 3. (κατά τον Ησύχ.) (στους Λάκωνες) σκόλλυς*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. εμφανίζει πιθ. εκφραστικό αναδιπλασιασμό ( νν )] … Dictionary of Greek
Κόννος — trifle masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόννος — trifle masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κόννον — Κόννος trifle masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόννον — κόννος trifle masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κόννου — Κόννος trifle masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόννου — κόννος trifle masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κόννους — Κόννος trifle masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόννους — κόννος trifle masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κόννῳ — Κόννος trifle masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόννῳ — κόννος trifle masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)